θυγατερεΐς

θυγατερεΐς
θῠγᾰτερεΐς, ίδος, ,= θυγατριδῆ, Inscr.Magn.196.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυγατερεΐς — θυγατερεΐς, ἡ (Α) επιγρ. η θυγατέρα τής κόρης, η εγγονή από κόρη, αλλ. θυγατριδή*. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατερ εΐς< θ. θυγατέρ τού θυγάτηρ (πρβλ. αιτ. θυγατέρα) + κατάλ. εΐς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. Νηρ εΐς)] …   Dictionary of Greek

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”